- πλακιανόν
- πλᾰκ-ιανόν, τό, an eye-salve, Aët.7.118.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
πλακιανόν — neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πλακιανόν — τὸ, Α είδος κολλυρίου για τα μάτια. [ΕΤΥΜΟΛ. Το κολλύριο αυτό ονομάστηκε έτσι πιθ. από το όν. τού παρασκευαστή Πλακιανός (< Πλακίη «πελασγική αποικία στην Προποντίδα» < πλάξ, πλακός)] … Dictionary of Greek
πλακιανοῖς — πλακιανόν neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)